θλάσσε

θλάσσε
θλάω
crush
aor ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τετράφαλος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερεις μετάλλινες προεξοχές, αλλ. τετραφάληρος («θλάσσε δὲ τετράφαλον κυνέην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φάλος «κόσμημα τής περικεφαλαίας» (πρβλ. ἀμφί φαλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”